νιτσεϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νιτσεϊκός < Νίτσε (ο γερμανός φιλόσοφος Friedrich Nietzsche) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nietzschéen [1]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ni.t͡se.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νι‐τσε‐ϊ‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]νιτσεϊκός (φιλοσοφία)
- που αφορά ιδέα που εξέφρασε ο Νίτσε
- ο νιτσεϊστής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νιτσεϊκός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νιτσεϊκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)