νιόγαμπρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νιόγαμπρος < μεσαιωνική ελληνική νεόγαμβρος < αρχαία ελληνική νέος + γαμβρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νιόγαμπρος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο νεόνυμφος, ο νιόπαντρος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νιόγαμπρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)