νιότη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νιότη < μεσαιωνική ελληνική νιότη < αρχαία ελληνική νεότης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νιότη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]