νιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɲo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νιώ‐νω

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
νιώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νιώνω / νιώννω (στη σημασία: ανανεώνω) < αρχαία ελληνική νεῶ / νεόω (ανανεώνω)

νιώνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
νιώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νιώνω, μοφή του νιώθω / νοιώνω

νιώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
νιώνω < αρχαία ελληνική νεῶ / νεόω (ανανεώνω)

νιώνω / νιώννω

  1. (για φωτιά)
    1. αναζωπυρώνω
    2. αναζωπυρώνομαι
  2. (μεταφορικά) κάνω κάποιον νέο

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
νιώνω < νιώθω, με ... Δείτε και μετανιώνω, μετανοώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

νιώνω

Παράγωγα

[επεξεργασία]