νομαρχιακή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νομαρχιακή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου νομαρχιακός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νομαρχιακή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νομαρχιακή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]νομαρχιακή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του νομαρχιακός