νομιμοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νομιμοποίηση | οι | νομιμοποιήσεις |
γενική | της | νομιμοποίησης* | των | νομιμοποιήσεων |
αιτιατική | τη | νομιμοποίηση | τις | νομιμοποιήσεις |
κλητική | νομιμοποίηση | νομιμοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νομιμοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νομιμοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νομιμοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νομιμοποίηση