νομιμοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νομιμοποιούμαι, παθητική φωνή του νομιμοποιώ

νομιμοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη νομιμοποιώ