νομπελίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νομπελίστας αρσενικό
- ο βραβευμένος με νόμπελ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νομπελίστας
|
νομπελίστας αρσενικό
|