νοτάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νοτάρι | τα | νοτάρια |
γενική | του | νοταριού | των | νοταριών |
αιτιατική | το | νοτάρι | τα | νοτάρια |
κλητική | νοτάρι | νοτάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νοτάρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νοτάρι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): ναυτικό θέσπισμα (έγγραφο) ναυτικού εθιμικού δικαίου που κανόνιζε θέματα κυρίως σε αβαρία, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία
- νοταρικές πράξεις Παξών ή νοτάρια Παξών
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νοτάρι
|