ντατούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντατούρα οι ντατούρες
      γενική της ντατούρας
    αιτιατική την ντατούρα τις ντατούρες
     κλητική ντατούρα ντατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ντατούρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντατούρα < νεολατινική datura < χίντι धतूरा < σανσκριτική धत्तूर (dhattūra)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντατούρα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]