νταϊλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νταϊλίκι | τα | νταϊλίκια |
γενική | του | νταϊλικιού | των | νταϊλικιών |
αιτιατική | το | νταϊλίκι | τα | νταϊλίκια |
κλητική | νταϊλίκι | νταϊλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νταϊλίκι < → δείτε τη λέξη νταηλίκι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /da.iˈli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντα‐ϊ‐λί‐κι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νταϊλίκι ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη νταής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νταϊλίκι
|