ντεζαμπιγιέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντεζαμπιγιέ < γαλλική déshabillé
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντεζαμπιγιέ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντεζαμπιγιέ