ντερβέναγας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντερβέναγας < ντερβέν(ι) + αγάς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /deɾˈve.na.ɣas/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντερβέναγας αρσενικό
- άλλη μορφή του δερβέναγας