ντιζάιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντιζάιν < (λόγιο δάνειο) αγγλική design (σχέδιο) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντιζάιν ουδέτερο άκλιτο

  • (τέχνη) σχέδιο, σχεδιασμός αισθητική που εφαρμόζεται στην ανεύρεση νέων μορφών για αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αλλά και έπιπλα, σπίτια, ...

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]