ντισλίδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντισλίδικο τα ντισλίδικα
      γενική του ντισλίδικου των ντισλίδικων
    αιτιατική το ντισλίδικο τα ντισλίδικα
     κλητική ντισλίδικο ντισλίδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντισλίδικο < τουρκική dişli

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντισλίδικο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]