ντισλίδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντισλίδικο ουδέτερο
- οδοντωτό εργαλείο γλυπτικής
- Ο μαρμαρογλύπτης Μάρκος Παπαρίδης, στο εργαστήριο του Ιωάννη Φιλιππότη, στον Πύργο Τήνου, εργάζεται με ντισλίδικο και μαντρακά. (*)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντισλίδικο