ντουβαρτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντουβαρτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική duvarcı. Αναλύεται σε ντουβάρ(ι) + -τζής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντουβαρτζής αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο χτίστης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντουβαρτζής
→ δείτε τη λέξη χτίστης |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τζής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)