ντουραλουμίνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντουραλουμίνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Duralumin < λατινική durus + γερμανική Aluminium < λατινική alumen
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντουραλουμίνιο ουδέτερο
- (μεταλλουργία) κράμα αλουμινίου μεγάλης αντοχής, που εκτός από αλουμίνιο περιέχει χαλκό και άλλα μέταλλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντουραλουμίνιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταλλουργία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)