ντουχιουντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντουχιουντίζω < σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι, προβληματίζομαι, συλλογίζομαι, αναρωτιέμαι, ξεμετρώ το νου

ντουχιουντίζω