ντρίτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντρίτα < diritta (ιταλικά)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ντρίτα

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) ίσια, ευθεία μπροστά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]