ντόρτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντόρτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική dört

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντόρτι ουδέτερο

  • το τεσσάρι στο ζάρι
    για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι' άλλους οι εξάρες (λαϊκό τραγούδι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]