νυμφαῖος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Νυμφαῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νυμφαῖος νυμφαί τὸ νυμφαῖον
      γενική τοῦ νυμφαίου τῆς νυμφαίᾱς τοῦ νυμφαίου
      δοτική τῷ νυμφαί τῇ νυμφαί τῷ νυμφαί
    αιτιατική τὸν νυμφαῖον τὴν νυμφαίᾱν τὸ νυμφαῖον
     κλητική ! νυμφαῖε νυμφαί νυμφαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νυμφαῖοι αἱ νυμφαῖαι τὰ νυμφαῖ
      γενική τῶν νυμφαίων τῶν νυμφαίων τῶν νυμφαίων
      δοτική τοῖς νυμφαίοις ταῖς νυμφαίαις τοῖς νυμφαίοις
    αιτιατική τοὺς νυμφαίους τὰς νυμφαίᾱς τὰ νυμφαῖ
     κλητική ! νυμφαῖοι νυμφαῖαι νυμφαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νυμφαίω τὼ νυμφαί τὼ νυμφαίω
      γεν-δοτ τοῖν νυμφαίοιν τοῖν νυμφαίαιν τοῖν νυμφαίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυμφαῖος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

νυμφαῖος, -α, -ον

  1. που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στις Νύμφες
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 447 @scaife.perseus
    Νυμφαίας σκοπιὰς
    ※  Χρησμός της Πυθίας, στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 14ο, επίγραμμα 71 @books.google.gr
    Ἁγνός εἰς τέμενος καθαροῦ, ξένε, δαίμονος ἔρχου
    ψυχὴν, νυμφαίου νάματος ἁψάμενος·
    ὡς ἀγαθοῖς κεῖται βαιὴ λιβάς· ἄνδρα δὲ φαῦλον
    οὐδ' ἂν ὁ πᾶς νίψαι νάμασιν Ὠκεανός.
  2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό): → δείτε τη λέξη νυμφαῖον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]