νυφούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νυφούλα | οι | νυφούλες |
γενική | της | νυφούλας | — | |
αιτιατική | τη | νυφούλα | τις | νυφούλες |
κλητική | νυφούλα | νυφούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νυφούλα < νύφη + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νυφούλα θηλυκό
- η νύφη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νυφούλα
→ δείτε τη λέξη νύφη |