νυφούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νυφούλα οι νυφούλες
      γενική της νυφούλας
    αιτιατική τη νυφούλα τις νυφούλες
     κλητική νυφούλα νυφούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νυφούλα < νύφη + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νυφούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]