νῦν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νυν

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νῦν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nu. Συγγενές με τη λατινική nunc και την αγγλική now.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

νῦν