ξάσπρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξάσπρισμα < ξασπρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξάσπρισμα ουδέτερο
- το άσπρισμα στους τοίχους ενός σπιτιού ή κτιρίου, συνήθως όμως μικρού οικοδομήματος
- το ξεθώριασμα, ο αποχρωματισμός (για ύφασμα) από τα πολλά πλυσίματα ή γενικά τη φθορά που υπέστη λόγω χρήσης ή από την έκθεση στον ήλιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξάσπρισμα