ξανάστροφη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξανάστροφη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξανάστροφη θηλυκό

  • χτύπημα με την εξωτερική πλευρά της παλάμης στο πρόσωπο κάποιου
θα σου ρίξω μια ξανάστροφη για να μάθεις!

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]