ξανάστροφη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξανάστροφη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξανάστροφη θηλυκό
- χτύπημα με την εξωτερική πλευρά της παλάμης στο πρόσωπο κάποιου
- θα σου ρίξω μια ξανάστροφη για να μάθεις!
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξανάστροφη
|