ξανακαλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξανακαλώ < ξανά + καλώ

ξανακαλώ

κόπηκε η γραμμή, ξανακάλεσέ τον

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]