ξανασμίγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξανασμίγω < ξανά + σμίγω

ξανασμίγω

  1. συναντώ πάλι
  2. συμφιλιώνομαι και πάλι
    είχαν μαλώσει αλλά ξανάσμιξαν

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]