ξανασταυρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξανασταυρώνομαι < ξανά και σταυρώνομαι

ξανασταυρώνομαι

  1. σταυρώνομαι για άλλη μια φορά
    Ο Χριστός ξανασταυρώνεται