ξανθοκόκκινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksan.θoˈko.ci.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θο‐κόκ‐κι‐νο
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]ξανθοκόκκινο < ουδέτερο του ξανθοκόκκινος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξανθοκόκκινο ουδέτερο
- (χρώμα) χρώμα ανάμεσα στο ξανθό και το κόκκινο
- ↪ Γιατί δεν δοκιμάζετε για τα μαλλιά σας ένα ανοιχό ξανθοκόκκινο; Θα σας πηγαίνει πολύ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξανθοκόκκινο
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]ξανθοκόκκινο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ξανθοκόκκινο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ξανθοκόκκινος