ξανθοφύλλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξανθοφύλλη < απόδοση στα ελληνικά της λέξης xanthophyll < ξανθός και φύλλο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξανθοφύλλη θηλυκό (πιο σύνηθες στον πληθυντικό: ξανθοφύλλες)
- οργανική κυκλική χημική ένωση, κίτρινη ή πορτοκαλέρυθρη (στο φυτικό και ζωικό βασίλειο), η οποία ανήκει στα καροτενοειδή και χαρακτηρίζεται επίσης ως λιπόχρωμα, λόγω της διαλυτότητάς της σε λίπη -παλιότερα φυλλοξανθίνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξανθοφύλλη