ξανοιγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξανοιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξανοίγω
Μετοχή
[επεξεργασία]ξανοιγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξανοίγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξανοιγμένος
|