ξεβουλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεβουλώνω < ξε- + βουλώνω

ξεβουλώνω

  1. αφαιρώ το βούλωμα
  2. αφαιρώ το πώμα
  3. (για σιφόνια, νεροχύτες, νυπτήρες, μπανιέρες και γενικά για την αποχέτευση) αφαιρώ με ειδική τρόμπα τα ξένα σώματα που στουμπώνονται κατά καιρούς μέσα στους σωλήνες και τους φράζουν

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]