ξεβρακώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεβρακώνω < ξε- + βρακώνω

ξεβρακώνω

  1. βγάζω από κάποιον το βρακί
  2. (μεταφορικά) αποκαλύπτω την ευτέλεια κάποιου ή των επιχειρημάτων του

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]