ξεγλίστρημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεγλίστρημα < ξεγλιστρώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεγλίστρημα ουδέτερο
- η αποφυγή των συνεπειών με πλάγια μέσα ή με το να περνά κάποιος απαρατήρητος και να βγαίνει από το επίκεντρο του ζητήματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεγλίστρημα
|