ξεγόφιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεγόφιασμα < ξεγοφιάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεγόφιασμα ουδέτερο
- ο πόνος στο γοφό, σαν αυτός να εξαρθρώθηκε, ύστερα από απότομη κίνηση ή γενικά από καταπόνηση της συγκεκριμένης άρθρωσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεγόφιασμα