ξεζουμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεζουμίζω < ξε- + ζουμί + -ίζω

ξεζουμίζω

  1. αφαιρώ ολοκληρωτικά τους χυμούς από έναν καρπό
  2. (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι προς όφελός μου στο έπακρο τις σωματικές, πνευματικές ή άλλες δυνάμεις ενός ανθρώπου και τον αφήνω εξαντλημένο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]