ξεθύμασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεθύμασμα < ξεθυμαίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεθύμασμα ουδέτερο (σύνηθες στον ενικό)
- το αποτέλεσμα του ξεθυμαίνω, η εκτόνωση ή η απώλεια της σπιρτάδας και του κινήτρου ενδιαφέροντος
- το ξεθύμασμα του κινήματος των Αγανακτισμένων
- το ξεθύμασμα του έρωτα, της μπύρας, του πάθους, της ορμής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεθύμασμα
|