ξεθύμασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεθύμασμα τα ξεθυμάσματα
      γενική του ξεθυμάσματος των ξεθυμασμάτων
    αιτιατική το ξεθύμασμα τα ξεθυμάσματα
     κλητική ξεθύμασμα ξεθυμάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεθύμασμα < ξεθυμαίνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξεθύμασμα ουδέτερο (σύνηθες στον ενικό)

  1. το αποτέλεσμα του ξεθυμαίνω, η εκτόνωση ή η απώλεια της σπιρτάδας και του κινήτρου ενδιαφέροντος
    το ξεθύμασμα του κινήματος των Αγανακτισμένων
    το ξεθύμασμα του έρωτα, της μπύρας, του πάθους, της ορμής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]