ξεκωλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεκωλώνω < λείπει η ετυμολογία

ξεκωλώνω

  1. σταματάω να κωλώνω
  2. (χυδαίο) κάνω βίαιη σεξουαλική πρωκτική πράξη
  3. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) ταλαιπωρώ υπερβολικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεκωλώνω < ξε- (επιτατικό) + κώλος

ξεκωλώνω

  1. (χυδαίο) κάνω βίαιη σεξουαλική πρωκτική πράξη