ξενέρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξενέρωμα τα ξενερώματα
      γενική του ξενερώματος των ξενερωμάτων
    αιτιατική το ξενέρωμα τα ξενερώματα
     κλητική ξενέρωμα ξενερώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξενέρωμα < ξενερ(ώνω) + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξενέρωμα ουδέτερο

  1. (σπάνιο) (κυριολεκτικά) προσθήκη νερού σε κρασί
  2. μεταστροφή θετικής γνώμης συνήθως λόγω δυσαρέσκειας
  3. παύση θετικού κλίματος (εκλαμβανόμενου συναισθηματικά) συνήθως με μεταστροφή σε αρνητικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]