ξεναγήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ξεναγήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεναγώ
- θα ξεναγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεναγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ξεναγήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξενάγηση