ξεναπατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεναπατία < ξεναπάτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξεναπατία αρσενικό

  • η απάτη εις βάρος ξένου ή φιλοξενούμενου

Συγγενικά

[επεξεργασία]