ξενηλατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξενηλατώ < αρχαία ελληνική ξενηλατῶ < ξεν(ος) + (-ηλατῶ < ἐλαύνω)

ξενηλατώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]