ξενοκρατούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενοκρατούμαι < ξενοκρατοῦμαι < ξένος + κρατοῦμαι < κρατάω < κράτος
Ρήμα
[επεξεργασία]ξενοκρατούμαι
- (για χώρα) βρίσκομαι υπό κατοχή ξένων δυνάμεων, έχω χάσει την εθνική μου κυριαρχία
- (για χώρα) διατηρώ εθνική κυριαρχία, αλλά σημαντικοί τομείς όπως ο οικονομικός ελέγχονται από μη εθνικές δυνάμεις
- (για τομείς δραστηριότητας) βρίσκομαι υπό την έντονη επίδραση ξένων πολιτισμών ή υπόκειμαι σε ξένα συμφέροντα
- Η γλώσσα της πληροφορικής ξενοκρατείται
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενοκρατούμαι
|