ξενομερίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενομερίτισσα οι ξενομερίτισσες
      γενική της ξενομερίτισσας
    αιτιατική την ξενομερίτισσα τις ξενομερίτισσες
     κλητική ξενομερίτισσα ξενομερίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξενομερίτισσα < ξενομερίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξενομερίτισσα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξενομερίτης