ξενοψωμίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενοψωμίτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξενοψωμίτης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ψωμί

Πηγές[επεξεργασία]