ξεπαρθενεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπαρθενεύω < μεσαιωνική ελληνική ξεπαρθενεύω και ξεπαρθενίζω < ξε και παρθενεία < ἐξηπαρθενεύω < μεταγενέστερη ή ίσως (ελληνιστική κοινή) ἐκπαρθενεύω < αρχαία ελληνική παρθενία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεπαρθενεύω , διακορεύω

  1. (μεταφορικά) παίρνω την παρθενιά αγοριού
  2. είμαι ο πρώτος που κάνω κάτι εις βάρος κάποιου άλλου
    ξεπαρθένεψαν την Άστον Βίλα
  3. στερώ την αθωότητα κάποιου, τον βγάζω στη σκληρή ζωή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]