ξεπατίκωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπατίκωμα τα ξεπατικώματα
      γενική του ξεπατικώματος των ξεπατικωμάτων
    αιτιατική το ξεπατίκωμα τα ξεπατικώματα
     κλητική ξεπατίκωμα ξεπατικώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεπατίκωμα < ξεπατικώνω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξεπατίκωμα ουδέτερο

  • ξεπατίκωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]