ξεπροβοδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεπροβοδώνω < ξε και προβοδώνω < προβοδῶ < απο το πρό και την αρχαία ελληνικήλέξη εὐοδόω-εὐοδῶ (βοηθώ κάποιον στο δρόμο)

ξεπροβοδώνω

→ δείτε τη λέξη  ξεπροβοδίζω