ξερή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξερή οι ξερές
      γενική της ξερής των ξερών
    αιτιατική την ξερή τις ξερές
     κλητική ξερή ξερές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξερή < αβέβαιης ετμ. ίσως επειδή μένει άδειο (ξερό) το τραπέζι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξερή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ξερή

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]