ξεραΐλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξεραΐλα | οι | ξεραΐλες |
γενική | της | ξεραΐλας | — | |
αιτιατική | την | ξεραΐλα | τις | ξεραΐλες |
κλητική | ξεραΐλα | ξεραΐλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kse.raˈi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐ρα‐ί‐λα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεραΐλα θηλυκό
- (οικείο) ξηρασία λόγω ανομβρίας
- (οικείο, συνεκδοχικά) ξερότοπος
- (οικείο, μεταφορικά) έλλειψη (σπουδαίας) δημιουργίας, δραστηριότητας κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεραΐλα
|
- ↑ ξεραΐλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίλα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)